Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἠπειρώτης
ἠπειρωτικός
ἠπεροπεύς
ἠπεροπευτής
ἠπεροπεύω
ᾗπερ
ἤπερ
ἠπάομαι
ἠπητής
ἠπιαλέω
ἠπίαλος
ἠπιοδίνητος
ἠπιόδωρος
ἠπιόθυμος
ἤπιος
ἠπιόχειρ
ἤπου
ἦπου
ἠπύτα
ἠπύω
Ἡραῖος
View word page
ἠπίαλος
ἠπίαλος ἠπίᾰλος, ὁ, a fever with shivering, ague, Ar. = ἐφιάλτης, night-mare, Ar. deriv. uncertain
ShortDef
a fever with shivering, ague
Debugging
Headword:
ἠπίαλος
Headword (normalized):
ἠπίαλος
Headword (normalized/stripped):
ηπιαλος
IDX:
14808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14820
Key:
h)pi/alos
Data
{'content': 'ἠπίαλος\n ἠπίᾰλος, ὁ,\n a fever with shivering, ague, Ar.\n = ἐφιάλτης, night-mare, Ar.\n deriv. uncertain', 'key': 'h)pi/alos'}