Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἠπειρόω
ἠπειρώτης
ἠπειρωτικός
ἠπεροπεύς
ἠπεροπευτής
ἠπεροπεύω
ᾗπερ
ἤπερ
ἠπάομαι
ἠπητής
ἠπιαλέω
ἠπίαλος
ἠπιοδίνητος
ἠπιόδωρος
ἠπιόθυμος
ἤπιος
ἠπιόχειρ
ἤπου
ἦπου
ἠπύτα
ἠπύω
View word page
ἠπιαλέω
ἠπιαλέω ἠπιᾰλέω, fut. -ήσω to have a fever or ague, Ar. from ἠπίᾰλος

ShortDef

to have a fever

Debugging

Headword:
ἠπιαλέω
Headword (normalized):
ἠπιαλέω
Headword (normalized/stripped):
ηπιαλεω
IDX:
14807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14819
Key:
h)piale/w

Data

{'content': 'ἠπιαλέω\n ἠπιᾰλέω,\n fut. -ήσω\n to have a fever or ague, Ar.\n from ἠπίᾰλος', 'key': 'h)piale/w'}