Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἤπειρος
ἠπειρόω
ἠπειρώτης
ἠπειρωτικός
ἠπεροπεύς
ἠπεροπευτής
ἠπεροπεύω
ᾗπερ
ἤπερ
ἠπάομαι
ἠπητής
ἠπιαλέω
ἠπίαλος
ἠπιοδίνητος
ἠπιόδωρος
ἠπιόθυμος
ἤπιος
ἠπιόχειρ
ἤπου
ἦπου
ἠπύτα
View word page
ἠπητής
ἠπητής from ἠπάομαι ἠπητής, οῦ, a mender, cobbler, Batr., Xen.
ShortDef
a mender, cobbler
Debugging
Headword:
ἠπητής
Headword (normalized):
ἠπητής
Headword (normalized/stripped):
ηπητης
IDX:
14806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14818
Key:
h)phth/s
Data
{'content': 'ἠπητής\n from ἠπάομαι\n ἠπητής, οῦ,\n a mender, cobbler, Batr., Xen.', 'key': 'h)phth/s'}