Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἤπειρόνδε
ἤπειρος
ἠπειρόω
ἠπειρώτης
ἠπειρωτικός
ἠπεροπεύς
ἠπεροπευτής
ἠπεροπεύω
ᾗπερ
ἤπερ
ἠπάομαι
ἠπητής
ἠπιαλέω
ἠπίαλος
ἠπιοδίνητος
ἠπιόδωρος
ἠπιόθυμος
ἤπιος
ἠπιόχειρ
ἤπου
ἦπου
View word page
ἠπάομαι
ἠπάομαι aor1, ἠπήσασθαι to mend, repair, Ar.

ShortDef

to mend, repair

Debugging

Headword:
ἠπάομαι
Headword (normalized):
ἠπάομαι
Headword (normalized/stripped):
ηπαομαι
IDX:
14805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14817
Key:
h)ph/sasqai

Data

{'content': 'ἠπάομαι\n aor1, ἠπήσασθαι \n to mend, repair, Ar.', 'key': 'h)ph/sasqai'}