Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἠπεδανός
ἠπειρογενής
ἤπειρόνδε
ἤπειρος
ἠπειρόω
ἠπειρώτης
ἠπειρωτικός
ἠπεροπεύς
ἠπεροπευτής
ἠπεροπεύω
ᾗπερ
ἤπερ
ἠπάομαι
ἠπητής
ἠπιαλέω
ἠπίαλος
ἠπιοδίνητος
ἠπιόδωρος
ἠπιόθυμος
ἤπιος
View word page
ἠπεροπεύω
ἠπεροπεύω ἠπεροπεύω, ἠπεροπεύς to cheat, cajole, deceive, cozen, Hom. only in pres. and imperf.

ShortDef

to cheat, cajole, deceive, cozen

Debugging

Headword:
ἠπεροπεύω
Headword (normalized):
ἠπεροπεύω
Headword (normalized/stripped):
ηπεροπευω
IDX:
14802
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14814
Key:
h)peropeu/w

Data

{'content': 'ἠπεροπεύω\n ἠπεροπεύω,\n ἠπεροπεύς\n to cheat, cajole, deceive, cozen, Hom.\n only in pres. and imperf.', 'key': 'h)peropeu/w'}