ἠπεροπευτής
ἠπεροπευτής
ἠπεροπευτής, οῦ,
= ἠπεροπεύς
ἠπεροπευτά, Epic vocat. Il.
{
"content": "ἠπεροπευτής\n ἠπεροπευτής, οῦ,\n = ἠπεροπεύς\n ἠπεροπευτά, Epic vocat. Il.",
"key": "h)peropeuth/s"
}