Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἠπανία
ἧπαρ
ἠπεδανός
ἠπειρογενής
ἤπειρόνδε
ἤπειρος
ἠπειρόω
ἠπειρώτης
ἠπειρωτικός
ἠπεροπεύς
ἠπεροπευτής
ἠπεροπεύω
ᾗπερ
ἤπερ
ἠπάομαι
ἠπητής
ἠπιαλέω
ἠπίαλος
ἠπιοδίνητος
View word page
ἠπειρωτικός
ἠπειρωτικός from ἠπειρώτης ἠπειρωτικός, ή, όν continental, Xen. of Epirus, Thuc.

ShortDef

continental
of Epiros

Debugging

Headword:
ἠπειρωτικός
Headword (normalized):
ἠπειρωτικός
Headword (normalized/stripped):
ηπειρωτικος
IDX:
14799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14811
Key:
h)peirwtiko/s

Data

{'content': 'ἠπειρωτικός\n from ἠπειρώτης\n ἠπειρωτικός, ή, όν\n continental, Xen.\n of Epirus, Thuc.', 'key': 'h)peirwtiko/s'}