Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ᾐόνιος
ἠπανία
ἧπαρ
ἠπεδανός
ἠπειρογενής
ἤπειρόνδε
ἤπειρος
ἠπειρόω
ἠπειρώτης
ἠπειρωτικός
ἠπεροπεύς
ἠπεροπευτής
ἠπεροπεύω
ᾗπερ
ἤπερ
ἠπάομαι
ἠπητής
ἠπιαλέω
ἠπίαλος
View word page
ἠπειρώτης
ἠπειρώτης ἠπειρώτης, ου, of the mainland, living there, opp. to νησιώτης, Hdt.: αἱ ἠπειρώτιδες πόλιες, opp. to those in islands, Hdt., etc.; ἠπ. ξυμμαχία alliance with a military power, opp. to ναυτική, Thuc. of or on the mainland of Asia, Asiatic, Eur. an Epirote, Luc.

ShortDef

of the mainland, living there

Debugging

Headword:
ἠπειρώτης
Headword (normalized):
ἠπειρώτης
Headword (normalized/stripped):
ηπειρωτης
IDX:
14798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14810
Key:
h)peirw/ths

Data

{'content': 'ἠπειρώτης\n ἠπειρώτης, ου,\n of the mainland, living there, opp. to νησιώτης, Hdt.: αἱ ἠπειρώτιδες πόλιες, opp. to those in islands, Hdt., etc.; ἠπ. ξυμμαχία alliance with a military power, opp. to ναυτική, Thuc.\n of or on the mainland of Asia, Asiatic, Eur.\n an Epirote, Luc.', 'key': 'h)peirw/ths'}