Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἤν
ἤνπερ
ἤνυστρον
ἠοῖος
ᾐόνιος
ἠπανία
ἧπαρ
ἠπεδανός
ἠπειρογενής
ἤπειρόνδε
ἤπειρος
ἠπειρόω
ἠπειρώτης
ἠπειρωτικός
ἠπεροπεύς
ἠπεροπευτής
ἠπεροπεύω
ᾗπερ
ἤπερ
View word page
ἠπειρογενής
ἠπειρογενής ἠπειρο-γενής, ές γίγνομαι born or living in the mainland, Aesch.

ShortDef

born

Debugging

Headword:
ἠπειρογενής
Headword (normalized):
ἠπειρογενής
Headword (normalized/stripped):
ηπειρογενης
IDX:
14794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14806
Key:
h)peirogenh/s

Data

{'content': 'ἠπειρογενής\n ἠπειρο-γενής, ές\n γίγνομαι\n born or living in the mainland, Aesch.', 'key': 'h)peirogenh/s'}