Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἡνίον
ἡνιοποιεῖον
ἡνιοστροφέω
ἡνιοστρόφος
ἡνιοχεία
ἡνιοχεύς
ἡνιοχεύω
ἡνιοχέω
ἡνιοχικός
ἡνίοχος
ἦνις
ἠνορέα
ἦνοψ
ἤν
ἤνπερ
ἤνυστρον
ἠοῖος
ᾐόνιος
ἠπανία
ἧπαρ
View word page
ἦνις
ἦνις ἔνος a year old, yearling, Hom.

ShortDef

a year old, yearling

Debugging

Headword:
ἦνις
Headword (normalized):
ἦνις
Headword (normalized/stripped):
ηνις
IDX:
14781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14792
Key:
h)=nis

Data

{'content': 'ἦνις\n ἔνος\n a year old, yearling, Hom.', 'key': 'h)=nis'}