Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἡνία ἡ
ἡνίκα
ἡνίον
ἡνιοποιεῖον
ἡνιοστροφέω
ἡνιοστρόφος
ἡνιοχεία
ἡνιοχεύς
ἡνιοχεύω
ἡνιοχέω
ἡνιοχικός
ἡνίοχος
ἦνις
ἠνορέα
ἦνοψ
ἤν
ἤνπερ
ἤνυστρον
ἠοῖος
ᾐόνιος
ἠπανία
View word page
ἡνιοχικός
ἡνιοχικός ἡνιοχικός, ή, όν of or for driving, Plat.: ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of driving, Plat.

ShortDef

of or for driving

Debugging

Headword:
ἡνιοχικός
Headword (normalized):
ἡνιοχικός
Headword (normalized/stripped):
ηνιοχικος
IDX:
14779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14790
Key:
h(nioxiko/s

Data

{'content': 'ἡνιοχικός\n ἡνιοχικός, ή, όν\n of or for driving, Plat.: ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of driving, Plat.', 'key': 'h(nioxiko/s'}