Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἥμων
ἠνεμόεις
ἡνία
ἡνία ἡ
ἡνίκα
ἡνίον
ἡνιοποιεῖον
ἡνιοστροφέω
ἡνιοστρόφος
ἡνιοχεία
ἡνιοχεύς
ἡνιοχεύω
ἡνιοχέω
ἡνιοχικός
ἡνίοχος
ἦνις
ἠνορέα
ἦνοψ
ἤν
ἤνπερ
ἤνυστρον
View word page
ἡνιοχεύς
ἡνιοχεύς ἡνιοχεύς, έως, poet. for ἡνίοχος, Il.
ShortDef
charioteer
Debugging
Headword:
ἡνιοχεύς
Headword (normalized):
ἡνιοχεύς
Headword (normalized/stripped):
ηνιοχευς
IDX:
14776
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14787
Key:
h(nioxeu/s
Data
{'content': 'ἡνιοχεύς\n ἡνιοχεύς, έως,\n poet. for ἡνίοχος, Il.', 'key': 'h(nioxeu/s'}