Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἠμύω
ἥμων
ἠνεμόεις
ἡνία
ἡνία ἡ
ἡνίκα
ἡνίον
ἡνιοποιεῖον
ἡνιοστροφέω
ἡνιοστρόφος
ἡνιοχεία
ἡνιοχεύς
ἡνιοχεύω
ἡνιοχέω
ἡνιοχικός
ἡνίοχος
ἦνις
ἠνορέα
ἦνοψ
ἤν
ἤνπερ
View word page
ἡνιοχεία
ἡνιοχεία ἡνιοχεία, ἡ, ἡνιοχέω chariot-driving, Plat.
ShortDef
chariot-driving
Debugging
Headword:
ἡνιοχεία
Headword (normalized):
ἡνιοχεία
Headword (normalized/stripped):
ηνιοχεια
IDX:
14775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14786
Key:
h(nioxei/a
Data
{'content': 'ἡνιοχεία\n ἡνιοχεία, ἡ,\n ἡνιοχέω\n chariot-driving, Plat.', 'key': 'h(nioxei/a'}