Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἦμος
ἠμύω
ἥμων
ἠνεμόεις
ἡνία
ἡνία ἡ
ἡνίκα
ἡνίον
ἡνιοποιεῖον
ἡνιοστροφέω
ἡνιοστρόφος
ἡνιοχεία
ἡνιοχεύς
ἡνιοχεύω
ἡνιοχέω
ἡνιοχικός
ἡνίοχος
ἦνις
ἠνορέα
ἦνοψ
ἤν
View word page
ἡνιοστρόφος
ἡνιοστρόφος ἡνιο-στρόφος, ὁ, στρέφω one who guides by reins, a charioteer, Soph.
ShortDef
one who guides by reins, a charioteer
Debugging
Headword:
ἡνιοστρόφος
Headword (normalized):
ἡνιοστρόφος
Headword (normalized/stripped):
ηνιοστροφος
IDX:
14774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14785
Key:
h(niostro/fos
Data
{'content': 'ἡνιοστρόφος\n ἡνιο-στρόφος, ὁ,\n στρέφω\n one who guides by reins, a charioteer, Soph.', 'key': 'h(niostro/fos'}