Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἡμός
ἦμος
ἠμύω
ἥμων
ἠνεμόεις
ἡνία
ἡνία ἡ
ἡνίκα
ἡνίον
ἡνιοποιεῖον
ἡνιοστροφέω
ἡνιοστρόφος
ἡνιοχεία
ἡνιοχεύς
ἡνιοχεύω
ἡνιοχέω
ἡνιοχικός
ἡνίοχος
ἦνις
ἠνορέα
ἦνοψ
View word page
ἡνιοστροφέω
ἡνιοστροφέω ἡνιοστροφέω, to guide by reins, Aesch., Eur. from ἡνιοστρόφος
ShortDef
to guide by reins
Debugging
Headword:
ἡνιοστροφέω
Headword (normalized):
ἡνιοστροφέω
Headword (normalized/stripped):
ηνιοστροφεω
IDX:
14773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14784
Key:
h(niostrofe/w
Data
{'content': 'ἡνιοστροφέω\n ἡνιοστροφέω,\n to guide by reins, Aesch., Eur.\n from ἡνιοστρόφος', 'key': 'h(niostrofe/w'}