Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἡμιτέλεια
ἡμιτέλεστος
ἡμιτελής
ἡμίτομος
ἡμιτύβιον
ἡμιφαής
ἡμιφάλακρος
ἡμίφαυλος
ἡμίφλεκτος
ἡμιωβελιαῖος
ἡμιωβέλιον
ἡμός
ἦμος
ἠμύω
ἥμων
ἠνεμόεις
ἡνία
ἡνία ἡ
ἡνίκα
ἡνίον
ἡνιοποιεῖον
View word page
ἡμιωβέλιον
ἡμιωβέλιον ὄβολος a half-obol, Xen.

ShortDef

half-obol

Debugging

Headword:
ἡμιωβέλιον
Headword (normalized):
ἡμιωβέλιον
Headword (normalized/stripped):
ημιωβελιον
IDX:
14762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14773
Key:
h(miwbo/lion

Data

{'content': 'ἡμιωβέλιον\n ὄβολος\n a half-obol, Xen.', 'key': 'h(miwbo/lion'}