Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἡμίσπαστος
ἡμισταδιαῖος
ἡμιστρατιώτης
ἡμιστρόγγυλος
ἥμισυς
ἡμιτάλαντον
ἡμιτέλεια
ἡμιτέλεστος
ἡμιτελής
ἡμίτομος
ἡμιτύβιον
ἡμιφαής
ἡμιφάλακρος
ἡμίφαυλος
ἡμίφλεκτος
ἡμιωβελιαῖος
ἡμιωβέλιον
ἡμός
ἦμος
ἠμύω
ἥμων
View word page
ἡμιτύβιον
ἡμιτύβιον ἡμιτύ_βιον, ου, τό, a stout linen cloth, towel, napkin, Ar. (An Egypt. word.)
ShortDef
a stout linen cloth, towel, napkin
Debugging
Headword:
ἡμιτύβιον
Headword (normalized):
ἡμιτύβιον
Headword (normalized/stripped):
ημιτυβιον
IDX:
14756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14767
Key:
h(mitu/bion
Data
{'content': 'ἡμιτύβιον\n ἡμιτύ_βιον, ου, τό,\n a stout linen cloth, towel, napkin, Ar. (An Egypt. word.)', 'key': 'h(mitu/bion'}