Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἡμιπόνηρος
ἡμιπύρωτος
ἡμίσεια
ἡμίσπαστος
ἡμισταδιαῖος
ἡμιστρατιώτης
ἡμιστρόγγυλος
ἥμισυς
ἡμιτάλαντον
ἡμιτέλεια
ἡμιτέλεστος
ἡμιτελής
ἡμίτομος
ἡμιτύβιον
ἡμιφαής
ἡμιφάλακρος
ἡμίφαυλος
ἡμίφλεκτος
ἡμιωβελιαῖος
ἡμιωβέλιον
ἡμός
View word page
ἡμιτέλεστος
ἡμιτέλεστος ἡμι-τέλεστος, ον τελέω half-finished, Thuc.

ShortDef

half-finished

Debugging

Headword:
ἡμιτέλεστος
Headword (normalized):
ἡμιτέλεστος
Headword (normalized/stripped):
ημιτελεστος
IDX:
14753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14763
Key:
h(mite/lestos

Data

{'content': 'ἡμιτέλεστος\n ἡμι-τέλεστος, ον\n τελέω\n half-finished, Thuc.', 'key': 'h(mite/lestos'}