Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἡμίπλεθρον
ἡμιπλίνθιον
ἡμίπνοος
ἡμιπόνηρος
ἡμιπύρωτος
ἡμίσεια
ἡμίσπαστος
ἡμισταδιαῖος
ἡμιστρατιώτης
ἡμιστρόγγυλος
ἥμισυς
ἡμιτάλαντον
ἡμιτέλεια
ἡμιτέλεστος
ἡμιτελής
ἡμίτομος
ἡμιτύβιον
ἡμιφαής
ἡμιφάλακρος
ἡμίφαυλος
ἡμίφλεκτος
View word page
ἥμισυς
ἥμισυς ἡμι- half, Lat. semis, used both as adj. and Subst.: as adj., ἡμίσεες λαοί half the people, Hom.; ἥμισυς λόγος half the tale, Aesch., etc.;—c. gen., like a comp., ἥμισυ οὗ διενοεῖτο half of what he intended, Thuc.:— also with its Subst. in gen., τῶν νήσων τὰς ἡμίσεας half of the islands, Hdt.; αἱ ἡμίσειαι τῶν νεῶν Thuc.; ὁ ἥμισυς τοῦ ἀριθμοῦ Plat. as Subst., neut., ἥμισυ τιμῆς, ἐνάρων, ἀρετῆς Hom.; πλέον ἥμισυ παντός, Hes.; mostly with Art., τὸ ἡμ. τοῦ στρατοῦ Thuc., etc.;—also in pl., ἄρτων ἡμίσεα Xen. fem., ἡ ἡμ. τοῦ τιμήματος Plat.; ἐφʼ ἡμισείᾳ up to one half, Dem.

ShortDef

half

Debugging

Headword:
ἥμισυς
Headword (normalized):
ἥμισυς
Headword (normalized/stripped):
ημισυς
IDX:
14750
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14760
Key:
h(/misus

Data

{'content': 'ἥμισυς\n ἡμι-\n half, Lat. semis, used both as adj. and Subst.:\n as adj., ἡμίσεες λαοί half the people, Hom.; ἥμισυς λόγος half the tale, Aesch., etc.;—c. gen., like a comp., ἥμισυ οὗ διενοεῖτο half of what he intended, Thuc.:— also with its Subst. in gen., τῶν νήσων τὰς ἡμίσεας half of the islands, Hdt.; αἱ ἡμίσειαι τῶν νεῶν Thuc.; ὁ ἥμισυς τοῦ ἀριθμοῦ Plat.\n as Subst.,\n neut., ἥμισυ τιμῆς, ἐνάρων, ἀρετῆς Hom.; πλέον ἥμισυ παντός, Hes.; mostly with Art., τὸ ἡμ. τοῦ στρατοῦ Thuc., etc.;—also in pl., ἄρτων ἡμίσεα Xen.\n fem., ἡ ἡμ. τοῦ τιμήματος Plat.; ἐφʼ ἡμισείᾳ up to one half, Dem.', 'key': 'h(/misus'}