Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἁλίπληκτος
ἁλίπλοος
ἁλιπόρος
ἁλιπόρφυρος
ἁλιρραγής
ἁλίρραντος
ἁλιρρόθιος
ἁλίρροθος
ἁλίρρυτος
ἀλισγέω
ἀλίσγημα
ἁλίσκομαι
ἅλις
ἁλίστονος
ἁλιστός
ἁλίστρεπτος
ἀλιταίνω
ἁλιτενής
ἁλιτέρμων
ἀλίτημα
ἀλιτήριος
View word page
ἀλίσγημα
ἀλίσγημα from ἀλισγέω a pollution, NTest.
ShortDef
a pollution
Debugging
Headword:
ἀλίσγημα
Headword (normalized):
ἀλίσγημα
Headword (normalized/stripped):
αλισγημα
IDX:
1476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1476
Key:
a)li/sghma
Data
{'content': 'ἀλίσγημα\n from ἀλισγέω\n a pollution, NTest.', 'key': 'a)li/sghma'}