Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἡμιπέλεκκον
ἡμίπεπτος
ἡμίπλεθρον
ἡμιπλίνθιον
ἡμίπνοος
ἡμιπόνηρος
ἡμιπύρωτος
ἡμίσεια
ἡμίσπαστος
ἡμισταδιαῖος
ἡμιστρατιώτης
ἡμιστρόγγυλος
ἥμισυς
ἡμιτάλαντον
ἡμιτέλεια
ἡμιτέλεστος
ἡμιτελής
ἡμίτομος
ἡμιτύβιον
ἡμιφαής
ἡμιφάλακρος
View word page
ἡμιστρατιώτης
ἡμιστρατιώτης ἡμι-στρᾰτιώτης, ου, a half-soldier, Luc.
ShortDef
a half-soldier
Debugging
Headword:
ἡμιστρατιώτης
Headword (normalized):
ἡμιστρατιώτης
Headword (normalized/stripped):
ημιστρατιωτης
IDX:
14748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14758
Key:
h(mistratiw/ths
Data
{'content': 'ἡμιστρατιώτης\n ἡμι-στρᾰτιώτης, ου,\n a half-soldier, Luc.', 'key': 'h(mistratiw/ths'}