Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἠμί
ἡμι-
ἡμιπέλεκκον
ἡμίπεπτος
ἡμίπλεθρον
ἡμιπλίνθιον
ἡμίπνοος
ἡμιπόνηρος
ἡμιπύρωτος
ἡμίσεια
ἡμίσπαστος
ἡμισταδιαῖος
ἡμιστρατιώτης
ἡμιστρόγγυλος
ἥμισυς
ἡμιτάλαντον
ἡμιτέλεια
ἡμιτέλεστος
ἡμιτελής
ἡμίτομος
ἡμιτύβιον
View word page
ἡμίσπαστος
ἡμίσπαστος ἡμί-σπαστος, ον σπάω half-pulled down, Anth.

ShortDef

half-pulled down

Debugging

Headword:
ἡμίσπαστος
Headword (normalized):
ἡμίσπαστος
Headword (normalized/stripped):
ημισπαστος
IDX:
14746
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14756
Key:
h(mi/spastos

Data

{'content': 'ἡμίσπαστος\n ἡμί-σπαστος, ον\n σπάω\n half-pulled down, Anth.', 'key': 'h(mi/spastos'}