Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἡμίοπτος
ἠμί
ἡμι-
ἡμιπέλεκκον
ἡμίπεπτος
ἡμίπλεθρον
ἡμιπλίνθιον
ἡμίπνοος
ἡμιπόνηρος
ἡμιπύρωτος
ἡμίσεια
ἡμίσπαστος
ἡμισταδιαῖος
ἡμιστρατιώτης
ἡμιστρόγγυλος
ἥμισυς
ἡμιτάλαντον
ἡμιτέλεια
ἡμιτέλεστος
ἡμιτελής
ἡμίτομος
View word page
ἡμίσεια
ἡμίσεια ἡμίσεια, ἡ, v. sub ἥμισυς.
ShortDef
half (sc. μοῖρα)
Debugging
Headword:
ἡμίσεια
Headword (normalized):
ἡμίσεια
Headword (normalized/stripped):
ημισεια
IDX:
14745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14755
Key:
h(mi/seia
Data
{'content': 'ἡμίσεια\n ἡμίσεια, ἡ,\n v. sub ἥμισυς.', 'key': 'h(mi/seia'}