Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἡμίονος
ἡμίοπτος
ἠμί
ἡμι-
ἡμιπέλεκκον
ἡμίπεπτος
ἡμίπλεθρον
ἡμιπλίνθιον
ἡμίπνοος
ἡμιπόνηρος
ἡμιπύρωτος
ἡμίσεια
ἡμίσπαστος
ἡμισταδιαῖος
ἡμιστρατιώτης
ἡμιστρόγγυλος
ἥμισυς
ἡμιτάλαντον
ἡμιτέλεια
ἡμιτέλεστος
ἡμιτελής
View word page
ἡμιπύρωτος
ἡμιπύρωτος ἡμι-πύρωτος, ον πῦρόω half-burnt, Anth.

ShortDef

half-burnt

Debugging

Headword:
ἡμιπύρωτος
Headword (normalized):
ἡμιπύρωτος
Headword (normalized/stripped):
ημιπυρωτος
IDX:
14744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14754
Key:
h(mipu/rwtos

Data

{'content': 'ἡμιπύρωτος\n ἡμι-πύρωτος, ον\n πῦρόω\n half-burnt, Anth.', 'key': 'h(mipu/rwtos'}