Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἡμιόνειος
ἡμιονικός
ἡμίονος
ἡμίοπτος
ἠμί
ἡμι-
ἡμιπέλεκκον
ἡμίπεπτος
ἡμίπλεθρον
ἡμιπλίνθιον
ἡμίπνοος
ἡμιπόνηρος
ἡμιπύρωτος
ἡμίσεια
ἡμίσπαστος
ἡμισταδιαῖος
ἡμιστρατιώτης
ἡμιστρόγγυλος
ἥμισυς
ἡμιτάλαντον
ἡμιτέλεια
View word page
ἡμίπνοος
ἡμίπνοος ἡμί-πνους, ουν πνέω half-breathing, half-alive, Batr.

ShortDef

half-breathing, half-alive

Debugging

Headword:
ἡμίπνοος
Headword (normalized):
ἡμίπνοος
Headword (normalized/stripped):
ημιπνοος
IDX:
14742
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14752
Key:
h(mi/pnous

Data

{'content': 'ἡμίπνοος\n ἡμί-πνους, ουν\n πνέω\n half-breathing, half-alive, Batr.', 'key': 'h(mi/pnous'}