Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἡμιόλιος
ἡμιόνειος
ἡμιονικός
ἡμίονος
ἡμίοπτος
ἠμί
ἡμι-
ἡμιπέλεκκον
ἡμίπεπτος
ἡμίπλεθρον
ἡμιπλίνθιον
ἡμίπνοος
ἡμιπόνηρος
ἡμιπύρωτος
ἡμίσεια
ἡμίσπαστος
ἡμισταδιαῖος
ἡμιστρατιώτης
ἡμιστρόγγυλος
ἥμισυς
ἡμιτάλαντον
View word page
ἡμιπλίνθιον
ἡμιπλίνθιον ἡμι-πλίνθιον, ου, τό, πλίνθος a half-plinth, a brick (two of which formed a plinth), Hdt.
ShortDef
a half-plinth, a brick
Debugging
Headword:
ἡμιπλίνθιον
Headword (normalized):
ἡμιπλίνθιον
Headword (normalized/stripped):
ημιπλινθιον
IDX:
14741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14751
Key:
h(mipli/nqion
Data
{'content': 'ἡμιπλίνθιον\n ἡμι-πλίνθιον, ου, τό,\n πλίνθος\n a half-plinth, a brick (two of which formed a plinth), Hdt.', 'key': 'h(mipli/nqion'}