Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἡμίξηρος
ἡμιόλιος
ἡμιόνειος
ἡμιονικός
ἡμίονος
ἡμίοπτος
ἠμί
ἡμι-
ἡμιπέλεκκον
ἡμίπεπτος
ἡμίπλεθρον
ἡμιπλίνθιον
ἡμίπνοος
ἡμιπόνηρος
ἡμιπύρωτος
ἡμίσεια
ἡμίσπαστος
ἡμισταδιαῖος
ἡμιστρατιώτης
ἡμιστρόγγυλος
ἥμισυς
View word page
ἡμίπλεθρον
ἡμίπλεθρον ἡμί-πλεθρον, ου, τό, a half-πλέθρον, Hdt., Xen.

ShortDef

a half-

Debugging

Headword:
ἡμίπλεθρον
Headword (normalized):
ἡμίπλεθρον
Headword (normalized/stripped):
ημιπλεθρον
IDX:
14740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14750
Key:
h(mi/pleqron

Data

{'content': 'ἡμίπλεθρον\n ἡμί-πλεθρον, ου, τό,\n a half-πλέθρον, Hdt., Xen.', 'key': 'h(mi/pleqron'}