Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἡμιμόχθηρος
ἡμίξηρος
ἡμιόλιος
ἡμιόνειος
ἡμιονικός
ἡμίονος
ἡμίοπτος
ἠμί
ἡμι-
ἡμιπέλεκκον
ἡμίπεπτος
ἡμίπλεθρον
ἡμιπλίνθιον
ἡμίπνοος
ἡμιπόνηρος
ἡμιπύρωτος
ἡμίσεια
ἡμίσπαστος
ἡμισταδιαῖος
ἡμιστρατιώτης
ἡμιστρόγγυλος
View word page
ἡμίπεπτος
ἡμίπεπτος ἡμί-πεπτος, ον πέσσω half-cooked, Plut.
ShortDef
half-cooked
Debugging
Headword:
ἡμίπεπτος
Headword (normalized):
ἡμίπεπτος
Headword (normalized/stripped):
ημιπεπτος
IDX:
14739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14749
Key:
h(mi/peptos
Data
{'content': 'ἡμίπεπτος\n ἡμί-πεπτος, ον\n πέσσω\n half-cooked, Plut.', 'key': 'h(mi/peptos'}