Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἡμιμεθής
ἡμιμναῖον
ἡμιμόχθηρος
ἡμίξηρος
ἡμιόλιος
ἡμιόνειος
ἡμιονικός
ἡμίονος
ἡμίοπτος
ἠμί
ἡμι-
ἡμιπέλεκκον
ἡμίπεπτος
ἡμίπλεθρον
ἡμιπλίνθιον
ἡμίπνοος
ἡμιπόνηρος
ἡμιπύρωτος
ἡμίσεια
ἡμίσπαστος
ἡμισταδιαῖος
View word page
ἡμι-
ἡμι- Insep. Prefix, half-, Lat. semi-.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἡμι-
Headword (normalized):
ἡμι-
Headword (normalized/stripped):
ημι-
IDX:
14737
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14747
Key:
h(mi

Data

{'content': 'ἡμι-\n Insep. Prefix, half-, Lat. semi-.', 'key': 'h(mi'}