Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἡμιμάραντος
ἡμιμέδιμνον
ἡμιμεθής
ἡμιμναῖον
ἡμιμόχθηρος
ἡμίξηρος
ἡμιόλιος
ἡμιόνειος
ἡμιονικός
ἡμίονος
ἡμίοπτος
ἠμί
ἡμι-
ἡμιπέλεκκον
ἡμίπεπτος
ἡμίπλεθρον
ἡμιπλίνθιον
ἡμίπνοος
ἡμιπόνηρος
ἡμιπύρωτος
ἡμίσεια
View word page
ἡμίοπτος
ἡμίοπτος ἡμί-οπτος, ον half-roasted, Luc.

ShortDef

half-roasted

Debugging

Headword:
ἡμίοπτος
Headword (normalized):
ἡμίοπτος
Headword (normalized/stripped):
ημιοπτος
IDX:
14735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14745
Key:
h(mi/optos

Data

{'content': 'ἡμίοπτος\n ἡμί-οπτος, ον\n half-roasted, Luc.', 'key': 'h(mi/optos'}