Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἡμιμανής
ἡμιμάραντος
ἡμιμέδιμνον
ἡμιμεθής
ἡμιμναῖον
ἡμιμόχθηρος
ἡμίξηρος
ἡμιόλιος
ἡμιόνειος
ἡμιονικός
ἡμίονος
ἡμίοπτος
ἠμί
ἡμι-
ἡμιπέλεκκον
ἡμίπεπτος
ἡμίπλεθρον
ἡμιπλίνθιον
ἡμίπνοος
ἡμιπόνηρος
ἡμιπύρωτος
View word page
ἡμίονος
ἡμίονος ἡμί-ονος, ὁ, ἡ, a half-ass, i. e. a mule, Hom., etc.:— proverb., ἐπεὰν ἡμίονοι τέκωσι, i. e. never, Hdt. the ἡμ. ἀγροτέρα of Il. 2. 851 is prob. the wild ass. as adj., βρέφος ἡμίονον a mule-foal, Il.; ἡμ. βασιλεύς a mule-king, half-Mede half-Persian, Orac. ap. Hdt.

ShortDef

a half-ass

Debugging

Headword:
ἡμίονος
Headword (normalized):
ἡμίονος
Headword (normalized/stripped):
ημιονος
IDX:
14734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14744
Key:
h(mi/onos

Data

{'content': 'ἡμίονος\n ἡμί-ονος, ὁ, ἡ,\n a half-ass, i. e. a mule, Hom., etc.:— proverb., ἐπεὰν ἡμίονοι τέκωσι, i. e. never, Hdt.\n the ἡμ. ἀγροτέρα of Il. 2. 851 is prob. the wild ass. \n as adj., βρέφος ἡμίονον a mule-foal, Il.; ἡμ. βασιλεύς a mule-king, half-Mede half-Persian, Orac. ap. Hdt.', 'key': 'h(mi/onos'}