Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἡμίλευκος
ἡμιμανής
ἡμιμάραντος
ἡμιμέδιμνον
ἡμιμεθής
ἡμιμναῖον
ἡμιμόχθηρος
ἡμίξηρος
ἡμιόλιος
ἡμιόνειος
ἡμιονικός
ἡμίονος
ἡμίοπτος
ἠμί
ἡμι-
ἡμιπέλεκκον
ἡμίπεπτος
ἡμίπλεθρον
ἡμιπλίνθιον
ἡμίπνοος
ἡμιπόνηρος
View word page
ἡμιονικός
ἡμιονικός ἡμιονικός, ή, όν = ἡμιόνειος, Xen.
ShortDef
of a mule
Debugging
Headword:
ἡμιονικός
Headword (normalized):
ἡμιονικός
Headword (normalized/stripped):
ημιονικος
IDX:
14733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14743
Key:
h(mioniko/s
Data
{'content': 'ἡμιονικός\n ἡμιονικός, ή, όν\n = ἡμιόνειος, Xen.', 'key': 'h(mioniko/s'}