Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἡμίκυκλον
ἡμίλευκος
ἡμιμανής
ἡμιμάραντος
ἡμιμέδιμνον
ἡμιμεθής
ἡμιμναῖον
ἡμιμόχθηρος
ἡμίξηρος
ἡμιόλιος
ἡμιόνειος
ἡμιονικός
ἡμίονος
ἡμίοπτος
ἠμί
ἡμι-
ἡμιπέλεκκον
ἡμίπεπτος
ἡμίπλεθρον
ἡμιπλίνθιον
ἡμίπνοος
View word page
ἡμιόνειος
ἡμιόνειος ἡμιόνειος, α, ον ἡμίονος of, belonging to a mule, ἅμαξα ἡμ. a car drawn by mules, Hom.
ShortDef
of, belonging to a mule
Debugging
Headword:
ἡμιόνειος
Headword (normalized):
ἡμιόνειος
Headword (normalized/stripped):
ημιονειος
IDX:
14732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14742
Key:
h(mio/neios
Data
{'content': 'ἡμιόνειος\n ἡμιόνειος, α, ον\n ἡμίονος\n of, belonging to a mule, ἅμαξα ἡμ. a car drawn by mules, Hom.', 'key': 'h(mio/neios'}