Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἡμίθραυστος
ἡμικλήριον
ἡμίκυκλον
ἡμίλευκος
ἡμιμανής
ἡμιμάραντος
ἡμιμέδιμνον
ἡμιμεθής
ἡμιμναῖον
ἡμιμόχθηρος
ἡμίξηρος
ἡμιόλιος
ἡμιόνειος
ἡμιονικός
ἡμίονος
ἡμίοπτος
ἠμί
ἡμι-
ἡμιπέλεκκον
ἡμίπεπτος
ἡμίπλεθρον
View word page
ἡμίξηρος
ἡμίξηρος ἡμί-ξηρος, ον half-dry, Anth.
ShortDef
half-dry
Debugging
Headword:
ἡμίξηρος
Headword (normalized):
ἡμίξηρος
Headword (normalized/stripped):
ημιξηρος
IDX:
14730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14740
Key:
h(mi/chros
Data
{'content': 'ἡμίξηρος\n ἡμί-ξηρος, ον\n half-dry, Anth.', 'key': 'h(mi/chros'}