Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἡμιθανής
ἡμίθεος
ἡμιθνής
ἡμίθραυστος
ἡμικλήριον
ἡμίκυκλον
ἡμίλευκος
ἡμιμανής
ἡμιμάραντος
ἡμιμέδιμνον
ἡμιμεθής
ἡμιμναῖον
ἡμιμόχθηρος
ἡμίξηρος
ἡμιόλιος
ἡμιόνειος
ἡμιονικός
ἡμίονος
ἡμίοπτος
ἠμί
ἡμι-
View word page
ἡμιμεθής
ἡμιμεθής ἡμι-μεθής, ές μέθη half-drunk, Anth.
ShortDef
half-drunk
Debugging
Headword:
ἡμιμεθής
Headword (normalized):
ἡμιμεθής
Headword (normalized/stripped):
ημιμεθης
IDX:
14727
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14737
Key:
h(mimeqh/s
Data
{'content': 'ἡμιμεθής\n ἡμι-μεθής, ές\n μέθη\n half-drunk, Anth.', 'key': 'h(mimeqh/s'}