Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἡμιθαλής
ἡμιθανής
ἡμίθεος
ἡμιθνής
ἡμίθραυστος
ἡμικλήριον
ἡμίκυκλον
ἡμίλευκος
ἡμιμανής
ἡμιμάραντος
ἡμιμέδιμνον
ἡμιμεθής
ἡμιμναῖον
ἡμιμόχθηρος
ἡμίξηρος
ἡμιόλιος
ἡμιόνειος
ἡμιονικός
ἡμίονος
ἡμίοπτος
ἠμί
View word page
ἡμιμέδιμνον
ἡμιμέδιμνον ἡμι-μέδιμνον, ου, τό, a half-μέδιμνος, Dem.
ShortDef
a half-
Debugging
Headword:
ἡμιμέδιμνον
Headword (normalized):
ἡμιμέδιμνον
Headword (normalized/stripped):
ημιμεδιμνον
IDX:
14726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14736
Key:
h(mime/dimnon
Data
{'content': 'ἡμιμέδιμνον\n ἡμι-μέδιμνον, ου, τό,\n a half-μέδιμνος, Dem.', 'key': 'h(mime/dimnon'}