Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἡμίεφθος
ἡμιθαλής
ἡμιθανής
ἡμίθεος
ἡμιθνής
ἡμίθραυστος
ἡμικλήριον
ἡμίκυκλον
ἡμίλευκος
ἡμιμανής
ἡμιμάραντος
ἡμιμέδιμνον
ἡμιμεθής
ἡμιμναῖον
ἡμιμόχθηρος
ἡμίξηρος
ἡμιόλιος
ἡμιόνειος
ἡμιονικός
ἡμίονος
ἡμίοπτος
View word page
ἡμιμάραντος
ἡμιμάραντος ἡμι-μάραντος, ον μαραίνω half-withered, Luc.
ShortDef
half-withered
Debugging
Headword:
ἡμιμάραντος
Headword (normalized):
ἡμιμάραντος
Headword (normalized/stripped):
ημιμαραντος
IDX:
14725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14735
Key:
h(mima/rantos
Data
{'content': 'ἡμιμάραντος\n ἡμι-μάραντος, ον\n μαραίνω\n half-withered, Luc.', 'key': 'h(mima/rantos'}