Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἡμίεργος
ἡμίεφθος
ἡμιθαλής
ἡμιθανής
ἡμίθεος
ἡμιθνής
ἡμίθραυστος
ἡμικλήριον
ἡμίκυκλον
ἡμίλευκος
ἡμιμανής
ἡμιμάραντος
ἡμιμέδιμνον
ἡμιμεθής
ἡμιμναῖον
ἡμιμόχθηρος
ἡμίξηρος
ἡμιόλιος
ἡμιόνειος
ἡμιονικός
ἡμίονος
View word page
ἡμιμανής
ἡμιμανής ἡμι-μᾰνής, ές μαίνομαι half-mad, Aeschin., Luc.

ShortDef

half-mad

Debugging

Headword:
ἡμιμανής
Headword (normalized):
ἡμιμανής
Headword (normalized/stripped):
ημιμανης
IDX:
14724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14734
Key:
h(mimanh/s

Data

{'content': 'ἡμιμανής\n ἡμι-μᾰνής, ές\n μαίνομαι\n half-mad, Aeschin., Luc.', 'key': 'h(mimanh/s'}