Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἡμίεκτον
ἡμιέλλην
ἡμιεργής
ἡμίεργος
ἡμίεφθος
ἡμιθαλής
ἡμιθανής
ἡμίθεος
ἡμιθνής
ἡμίθραυστος
ἡμικλήριον
ἡμίκυκλον
ἡμίλευκος
ἡμιμανής
ἡμιμάραντος
ἡμιμέδιμνον
ἡμιμεθής
ἡμιμναῖον
ἡμιμόχθηρος
ἡμίξηρος
ἡμιόλιος
View word page
ἡμικλήριον
ἡμικλήριον ἡμι-κλήριον, ου, τό, κλῆρος half the inheritance, Dem.

ShortDef

half the inheritance

Debugging

Headword:
ἡμικλήριον
Headword (normalized):
ἡμικλήριον
Headword (normalized/stripped):
ημικληριον
IDX:
14721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14731
Key:
h(miklh/rion

Data

{'content': 'ἡμικλήριον\n ἡμι-κλήριον, ου, τό,\n κλῆρος\n half the inheritance, Dem.', 'key': 'h(miklh/rion'}