Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἡμιδαρεικόν
ἡμιδεής
ἡμίδουλος
ἡμιεκτέον
ἡμίεκτον
ἡμιέλλην
ἡμιεργής
ἡμίεργος
ἡμίεφθος
ἡμιθαλής
ἡμιθανής
ἡμίθεος
ἡμιθνής
ἡμίθραυστος
ἡμικλήριον
ἡμίκυκλον
ἡμίλευκος
ἡμιμανής
ἡμιμάραντος
ἡμιμέδιμνον
ἡμιμεθής
View word page
ἡμιθανής
ἡμιθανής ἡμι-θᾰνής, ές θνῄσκω half-dead, Anth.

ShortDef

half-dead

Debugging

Headword:
ἡμιθανής
Headword (normalized):
ἡμιθανής
Headword (normalized/stripped):
ημιθανης
IDX:
14717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14727
Key:
h(miqanh/s

Data

{'content': 'ἡμιθανής\n ἡμι-θᾰνής, ές\n θνῄσκω\n half-dead, Anth.', 'key': 'h(miqanh/s'}