Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἡμιβρώς
ἡμίβρωτος
ἡμιγένειος
ἡμίγυμνος
ἡμιδαής
ἡμιδαρεικόν
ἡμιδεής
ἡμίδουλος
ἡμιεκτέον
ἡμίεκτον
ἡμιέλλην
ἡμιεργής
ἡμίεργος
ἡμίεφθος
ἡμιθαλής
ἡμιθανής
ἡμίθεος
ἡμιθνής
ἡμίθραυστος
ἡμικλήριον
ἡμίκυκλον
View word page
ἡμιέλλην
ἡμιέλλην ἡμι-έλλην, ηνος, ὁ, ἡ, a half-Greek, Luc.
ShortDef
a half-Greek
Debugging
Headword:
ἡμιέλλην
Headword (normalized):
ἡμιέλλην
Headword (normalized/stripped):
ημιελλην
IDX:
14712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14722
Key:
h(mie/llhn
Data
{'content': 'ἡμιέλλην\n ἡμι-έλλην, ηνος, ὁ, ἡ,\n a half-Greek, Luc.', 'key': 'h(mie/llhn'}