Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἡμιάνθρωπος
ἡμιβραχής
ἡμιβρώς
ἡμίβρωτος
ἡμιγένειος
ἡμίγυμνος
ἡμιδαής
ἡμιδαρεικόν
ἡμιδεής
ἡμίδουλος
ἡμιεκτέον
ἡμίεκτον
ἡμιέλλην
ἡμιεργής
ἡμίεργος
ἡμίεφθος
ἡμιθαλής
ἡμιθανής
ἡμίθεος
ἡμιθνής
ἡμίθραυστος
View word page
ἡμιεκτέον
ἡμιεκτέον ἡμι-εκτέον, ου, τό, = ἡμίεκτον, Ar.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἡμιεκτέον
Headword (normalized):
ἡμιεκτέον
Headword (normalized/stripped):
ημιεκτεον
IDX:
14710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14720
Key:
h(miekte/on
Data
{'content': 'ἡμιεκτέον\n ἡμι-εκτέον, ου, τό,\n = ἡμίεκτον, Ar.', 'key': 'h(miekte/on'}