Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἡμέτερος
ἡμιάνθρωπος
ἡμιβραχής
ἡμιβρώς
ἡμίβρωτος
ἡμιγένειος
ἡμίγυμνος
ἡμιδαής
ἡμιδαρεικόν
ἡμιδεής
ἡμίδουλος
ἡμιεκτέον
ἡμίεκτον
ἡμιέλλην
ἡμιεργής
ἡμίεργος
ἡμίεφθος
ἡμιθαλής
ἡμιθανής
ἡμίθεος
ἡμιθνής
View word page
ἡμίδουλος
ἡμίδουλος ἡμί-δουλος, ον a half-slave, Eur.

ShortDef

a half-slave

Debugging

Headword:
ἡμίδουλος
Headword (normalized):
ἡμίδουλος
Headword (normalized/stripped):
ημιδουλος
IDX:
14709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14719
Key:
h(mi/doulos

Data

{'content': 'ἡμίδουλος\n ἡμί-δουλος, ον\n a half-slave, Eur.', 'key': 'h(mi/doulos'}