Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἡμέρωσις
ἡμέτερος
ἡμιάνθρωπος
ἡμιβραχής
ἡμιβρώς
ἡμίβρωτος
ἡμιγένειος
ἡμίγυμνος
ἡμιδαής
ἡμιδαρεικόν
ἡμιδεής
ἡμίδουλος
ἡμιεκτέον
ἡμίεκτον
ἡμιέλλην
ἡμιεργής
ἡμίεργος
ἡμίεφθος
ἡμιθαλής
ἡμιθανής
ἡμίθεος
View word page
ἡμιδεής
ἡμιδεής ἡμι-δεής, ές δέω wanting half, half-full, Xen., Anth.
ShortDef
wanting half, half-full
Debugging
Headword:
ἡμιδεής
Headword (normalized):
ἡμιδεής
Headword (normalized/stripped):
ημιδεης
IDX:
14708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14718
Key:
h(mideh/s
Data
{'content': 'ἡμιδεής\n ἡμι-δεής, ές\n δέω\n wanting half, half-full, Xen., Anth.', 'key': 'h(mideh/s'}