Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἡμεροφύλαξ
ἡμερόω
ἡμέρωσις
ἡμέτερος
ἡμιάνθρωπος
ἡμιβραχής
ἡμιβρώς
ἡμίβρωτος
ἡμιγένειος
ἡμίγυμνος
ἡμιδαής
ἡμιδαρεικόν
ἡμιδεής
ἡμίδουλος
ἡμιεκτέον
ἡμίεκτον
ἡμιέλλην
ἡμιεργής
ἡμίεργος
ἡμίεφθος
ἡμιθαλής
View word page
ἡμιδαής
ἡμιδαής ἡμι-δαής, ές δαίω half-divided, half-mangled, Anth.
ShortDef
half-divided, half-mangled
Debugging
Headword:
ἡμιδαής
Headword (normalized):
ἡμιδαής
Headword (normalized/stripped):
ημιδαης
IDX:
14706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14716
Key:
h(midah/s
Data
{'content': 'ἡμιδαής\n ἡμι-δαής, ές\n δαίω\n half-divided, half-mangled, Anth.', 'key': 'h(midah/s'}