Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἡμερόφαντος
ἡμεροφύλαξ
ἡμερόω
ἡμέρωσις
ἡμέτερος
ἡμιάνθρωπος
ἡμιβραχής
ἡμιβρώς
ἡμίβρωτος
ἡμιγένειος
ἡμίγυμνος
ἡμιδαής
ἡμιδαρεικόν
ἡμιδεής
ἡμίδουλος
ἡμιεκτέον
ἡμίεκτον
ἡμιέλλην
ἡμιεργής
ἡμίεργος
ἡμίεφθος
View word page
ἡμίγυμνος
ἡμίγυμνος ἡμί-γυμνος, ον half-naked, Luc.: so ἡμι-γύναιος, ον, Suid.; ἡμίγυνος, ον, Synes.

ShortDef

half-naked

Debugging

Headword:
ἡμίγυμνος
Headword (normalized):
ἡμίγυμνος
Headword (normalized/stripped):
ημιγυμνος
IDX:
14705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14715
Key:
h(mi/gumnos

Data

{'content': 'ἡμίγυμνος\n ἡμί-γυμνος, ον\n half-naked, Luc.: so ἡμι-γύναιος, ον, Suid.; ἡμίγυνος, ον, Synes.', 'key': 'h(mi/gumnos'}