Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἡμερότης
ἡμερόφαντος
ἡμεροφύλαξ
ἡμερόω
ἡμέρωσις
ἡμέτερος
ἡμιάνθρωπος
ἡμιβραχής
ἡμιβρώς
ἡμίβρωτος
ἡμιγένειος
ἡμίγυμνος
ἡμιδαής
ἡμιδαρεικόν
ἡμιδεής
ἡμίδουλος
ἡμιεκτέον
ἡμίεκτον
ἡμιέλλην
ἡμιεργής
ἡμίεργος
View word page
ἡμιγένειος
ἡμιγένειος ἡμι-γένειος, ον γένειον but half-bearded, Theocr.
ShortDef
but half-bearded
Debugging
Headword:
ἡμιγένειος
Headword (normalized):
ἡμιγένειος
Headword (normalized/stripped):
ημιγενειος
IDX:
14704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14714
Key:
h(mige/neios
Data
{'content': 'ἡμιγένειος\n ἡμι-γένειος, ον\n γένειον\n but half-bearded, Theocr.', 'key': 'h(mige/neios'}