Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἥμερος
ἡμερότης
ἡμερόφαντος
ἡμεροφύλαξ
ἡμερόω
ἡμέρωσις
ἡμέτερος
ἡμιάνθρωπος
ἡμιβραχής
ἡμιβρώς
ἡμίβρωτος
ἡμιγένειος
ἡμίγυμνος
ἡμιδαής
ἡμιδαρεικόν
ἡμιδεής
ἡμίδουλος
ἡμιεκτέον
ἡμίεκτον
ἡμιέλλην
ἡμιεργής
View word page
ἡμίβρωτος
ἡμίβρωτος half-eaten, Xen.
ShortDef
half-eaten
Debugging
Headword:
ἡμίβρωτος
Headword (normalized):
ἡμίβρωτος
Headword (normalized/stripped):
ημιβρωτος
IDX:
14703
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14713
Key:
h(mi/brwtos
Data
{'content': 'ἡμίβρωτος\n half-eaten, Xen.', 'key': 'h(mi/brwtos'}