Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἡμεροσκόπος
ἥμερος
ἡμερότης
ἡμερόφαντος
ἡμεροφύλαξ
ἡμερόω
ἡμέρωσις
ἡμέτερος
ἡμιάνθρωπος
ἡμιβραχής
ἡμιβρώς
ἡμίβρωτος
ἡμιγένειος
ἡμίγυμνος
ἡμιδαής
ἡμιδαρεικόν
ἡμιδεής
ἡμίδουλος
ἡμιεκτέον
ἡμίεκτον
ἡμιέλλην
View word page
ἡμιβρώς
ἡμιβρώς ἡμι-βρώς, ῶτος, = ἡμίβρωτος, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἡμιβρώς
Headword (normalized):
ἡμιβρώς
Headword (normalized/stripped):
ημιβρως
IDX:
14702
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14712
Key:
h(mibrw/s
Data
{'content': 'ἡμιβρώς\n ἡμι-βρώς, ῶτος,\n = ἡμίβρωτος, Anth.', 'key': 'h(mibrw/s'}