Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἡμερολόγιον
ἡμεροσκόπος
ἥμερος
ἡμερότης
ἡμερόφαντος
ἡμεροφύλαξ
ἡμερόω
ἡμέρωσις
ἡμέτερος
ἡμιάνθρωπος
ἡμιβραχής
ἡμιβρώς
ἡμίβρωτος
ἡμιγένειος
ἡμίγυμνος
ἡμιδαής
ἡμιδαρεικόν
ἡμιδεής
ἡμίδουλος
ἡμιεκτέον
ἡμίεκτον
View word page
ἡμιβραχής
ἡμιβραχής βρεχής, ές βρέχω sodden, Anth.

ShortDef

sodden

Debugging

Headword:
ἡμιβραχής
Headword (normalized):
ἡμιβραχής
Headword (normalized/stripped):
ημιβραχης
IDX:
14701
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14711
Key:
h(mibraxh/s

Data

{'content': 'ἡμιβραχής\n βρεχής, ές\n βρέχω\n sodden, Anth.', 'key': 'h(mibraxh/s'}